Γιώργος Καραμπελιάς

Άρθρα-Κείμενα-Βιβλία

Ένα εγχείρημα καθολικής αναθεώρησης

Posted by yiorgoskarabelias στο 30 Αυγούστου, 2007

H κυρίαρχη σήμερα -στα Πανεπιστήμια, τον ακαδημαϊκό χώρο, τα ερευνητικά κέντρα, τα πολιτιστικά «ένθετα» των εφημερίδων- «μεταμοντέρνα» ιστορική σχολή, «ανέλαβε», τα τελευταία χρόνια, το «κυκλώπειο» έργο αν όχι της κατεδάφισης, τουλάχιστον της υπονόμευσης της ελληνικής ιστοριογραφίας και, γιατί όχι, του ίδιου του… ελληνικού έθνους (sic). To τελευταίο μπορεί να φαντάζει υπερβολή, αλλά δυστυχώς δεν είναι:

 

Η απρόσκοπτη μετάβαση από το ελληνικό έθνος-κράτος σε μια απλή επαρχία μιας παγκοσμιοποιημένης Ευρώπης προϋποθέτει δραματικές και βίαιες ιδεολογικές μετατοπίσεις: Θα πρέπει, μέσα σε λίγα χρόνια, να αποδομηθεί η εθνική ταυτότητα ενός πανάρχαιου έθνους -αλλά και οι λαϊκές νοοτροπίες και παραδόσεις-, που αποτελεί εμπόδιο στις αναγκαίες «προσαρμογές» των αρχουσών τάξεων, στο newspeak της «νέας παγκόσμιας τάξης». Και εάν ο ηλεκτρονικός Τύπος αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό αυτού του πολιτισμικού εξανδραποδισμού, ωστόσο είναι απαραίτητη και η συνδρομή της «υψηλής κουλτούρας», η οποία είναι εξ ίσου αναγκαία για την παραγωγή των νέων ιδεολογικών στερεοτύπων. Ο κατ’ εξοχήν «παραγωγός» [έστω και ως αναπαραγωγή των εις την, εκείθεν και εντεύθεν του Ατλαντικού, Εσπερία παραγόμενων ιδεολογιών] των «υπερεθνικών» στερεοτύπων είναι το Πανεπιστήμιο και συνολικότερα οι «ακαδημαϊκοί θεσμοί».

 

Πώς, όμως, μπορεί να «αποκρυβεί» η μακρά ιστορική διαδρομή ενός έθνους, με ζωή, τουλάχιστον, τριών χιλιάδων χρόνων, που συγκρίνεται μόνο με τους Εβραίους ή τους Κινέζους; Είναι δυνατόν να αποσιωπηθεί η Άλωση του 1204, ή εκείνη του 1453, ή η Επανάσταση του ’21; Και όμως, επειδή το νεύρο του πολέμου είναι το συμφέρον, και τα συμφέροντα που διακυβεύονται είναι όντως μεγάλα, τα πάντα είναι δυνατόν να επιχειρηθούν.

 

Η υιοθέτηση του «μεταμοντέρνου λόγου» προσφέρει το ιδεολογικό όχημα αυτής της παρασιώπησης: εν τέλει, δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία τα γεγονότα αλλά οι «αφηγήσεις» περί αυτών, οι «ιδεολογίες» και οι «νοοτροπίες». Ο νεώτερος ελληνισμός δεν συγκροτείται λοιπόν μετά τον 11ο αιώνα, όπως όλες οι μαρτυρίες, επαναστάσεις και εξεγέρσεις -ακόμα και οι, τόσο αρεστές στους κύκλους της «νέας ιστορίας», «νοοτροπίες»- καταδεικνύουν· όχι, συγκροτείται από τότε που ο Κοραής, ο Παπαρρηγόπουλος ή ο Ζαμπέλιος έγραψαν γι’ αυτόν! Το ελληνικό έθνος, και η συνέχειά του -μέσα από τομές και ασυνέχειες- από την αρχαιότητα έως σήμερα, καθώς και η ανάδυση του νεώτερου ελληνισμού κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους, αποτελούν «αφηγήσεις» που κατασκευάστηκαν από τους «εθνοκεντρικούς» διανοουμένους και ιστορικούς, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα.

 

Αρκεί, λοιπόν, να καταδείξουμε τα «εθνικιστικά κίνητρα» των ιστορικών μας, για να εξαφανίσουμε την ίδια τη… συνέχεια του ελληνικού έθνους: Το έθνος συγκροτείται, στην πραγματικότητα, από το ελληνικό κράτος· κατά τον ίδιο δε τρόπο που συγκροτήθηκε, διά του κρατικού λόγου, έτσι μπορεί και να αποδομηθεί. Η αποδόμηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε μέσα στα όρια ενός νέου υπερεθνικού κράτους -επί παραδείγματι, μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης- είτε σε ένα κρατικό μόρφωμα, που, ενώ εξακολουθεί να οριοθετείται στα πλαίσια του ελληνικού κράτους, δεν συγκροτείται προνομιακά από μία πολιτισμική και εθνική ομάδα, όπως το ελληνικό έθνος, αλλά καθίσταται «πολυπολιτισμικό» και «πολυεθνοτικό». Το κράτος και μόνο διαθέτει συνέχεια, και όχι το έθνος (sic), αντιστρέφοντας ριζικά την πραγματικότητα ενός έθνους όπως το ελληνικό, που επιβίωσε κάτω από πολλές κρατικές εξουσίες, και μόνο πολύ πρόσφατα συγκρότησε και πάλι εθνικό κράτος.

 

Οι «νέοι ιστορικοί», επομένως, ως οι «οργανικοί διανοούμενοι» αυτού του αναδυόμενου μη-εθνικού κράτους το οποίο «αφηγούνται», αντικαθιστούν τους «εθνικιστές» «οργανικούς διανοουμένους» του παλιού «εθνοκεντρικού» ελληνικού κράτους. Εξ άλλου, ο ιδεολογικός μέντορας της «νέας ιστορίας», ο Έρικ Χομπσμπάουμ, το έχει διατυπώσει απερίφραστα και… ανενδοίαστα:

 

Η έννοια ενός ελληνικού «έθνους» είναι ασφαλώς μία πολύ σύγχρονη ιδέα. Δεν υπήρχε στην κλασσική αρχαιότητα. Δεν υπήρχε την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δεν υπήρχε στη βυζαντινή αυτοκρατορία – το Βυζάντιο, παρά τη γλώσσα του, ήταν μία ρωμαϊκή χριστιανική αυτοκρατορία. Επίσης στον πόλεμο της ανεξαρτησίας οι Έλληνες δεν πολέμησαν εναντίον των Τούρκων ως «Έλληνες» εναντίον «Τούρκων». Πολέμησαν ως Χριστιανοί εναντίον «μουσουλμάνων» -πολέμησαν ως Ρωμιοί, όχι ως «Έλληνες». Φυσικά μιλούσαν ελληνικά -αν και όχι όλοι τους. [ ] Διότι, όπως είπα προηγουμένως, όλα τα έθνη είναι σχετικά πρόσφατα και σχετικά τεχνητά δημιουργήματα. Αυτό ισχύει, όπως είπα, και για το ελληνικό έθνος, που δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα[1].

 

Μια ορισμένη «αγγλική σχολή» περί της φύσεως του ελληνικού έθνους διαπερνά όλα τα ιδεολογικά ρεύματα, από τον μαρξιστή Χομπσμπάουμ έως τον Μάνγκο: Το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του ελληνικού κράτους, μετά την ίδρυση του τελευταίου, ούτε καν της Ελληνικής Επανάστασης – πόσο μάλλον του… Βυζαντίου, που ήταν απλώς μια «ρωμαϊκή χριστιανική αυτοκρατορία»!

 

Κάτω από τη σκιά των αντιλήψεων των Μάνγκο – Χομπσμπάουμ, και υπό την ηγεμονία των μαθητών και των οπαδών τους, διεξήχθη στα καθ’ ημάς και το «Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας», που πραγματοποίησε το «Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών» του «Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών», κατά το 2002, με αντικείμενο την «Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 1833-2002»[2].

 

Σε αυτό το Συνέδριο, ρητά ή υπόρρητα, βασικός πρωταγωνιστής – κατηγορούμενος υπήρξε ο… Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος· μαζί του, σε περίοπτη θέση στο εδώλιο, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο… Νίκος Σβορώνος, ο πρώτος ως ο θεμελιωτής της νεώτερης ελληνικής ιστοριογραφίας και οι λοιποί ως συνεχιστές της «εθνικιστικής ιστοριογραφίας».

 

Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, ως διευθυντής του «Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών», που διοργάνωσε το Συνέδριο, άρχισε με έναν «διθύραμβο» για τον Παπαρρηγόπουλο:

 

Με την Ιστορία του ελληνικού έθνους ο Παπαρρηγόπουλος συνετέλεσε σε μια πραγματική διανοητική επανάσταση, που έκτοτε φάνηκε να σφραγίζει οριστικά το περιεχόμενο της εθνικής αυτοσυνειδησίας. Η διανοητική αυτή επανάσταση συνέκειτο στην καθιέρωση της μελέτης του μεσαιωνικού ελληνισμού ως του κατ’ εξοχήν αντικειμένου ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος για την ελληνική παιδεία και την ανάδειξη της έννοιας της τρίσημης συνέχειας του ελληνικού έθνους ως του θεμελιώδους αξιώματος της ελληνικής ιστορίας[3].

 

Η δε «παπαρρηγοπούλεια» αντίληψη της ιστορικής εξέλιξης επεξετάθη στο σύνολο των Ελλήνων ιστορικών και διανοουμένων:

 

Σοβαρή αμφισβήτηση της ιδέας του έθνους όπως την επεξεργάστηκε ο Παπαρρηγόπουλος δεν προήλθε ούτε από την ιστοριογραφία της αριστεράς. Η αριστερή διανόηση, με πρωτοπόρους τον Γεώργιο Σκληρό και τον Γιάννη Κορδάτο, εμπλούτισε την ιστοριογραφία με νέους προβληματισμούς κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα, χωρίς να αμφισβητήσει το ερμηνευτικό πλαίσιο του Παπαρρηγόπουλου. Ο εθνικιστικός λαϊκισμός, από τον οποίο δεν μπόρεσε να χειραφετηθεί η αριστερά, προσέδωσε στη ρομαντική θεωρία κανονιστικό χαρακτήρα με γενικότερη απήχηση στην κοινωνία και τη διανοητική ζωή. [ ]

 

Το κανονιστικό πλαίσιο του εθνικού λόγου που καθιέρωσε το παπαρρηγοπούλειο σχήμα ως μια από τις θεμελιώδεις του παραδοχές υπήρξε κοινό σε κορυφαίους συντηρητικούς στοχαστές που εξέφρασαν με απόλυτη σοβαρότητα και συνοχή τη συμβατική αντίληψη του έθνους, όπως ο Κ. Τσάτσος ή ο Δ.Α. Ζακυθηνός, σε φιλελεύθερους που αναζητούσαν εναλλακτικούς τρόπους πνευματικής έκφρασης του ελληνισμού, όπως ο Γ. Θεοτοκάς, ο Γ. Σεφέρης και ο Ι.Θ. Κακριδής, και σε αριστερούς στοχαστές όπως ο Νίκος Βέης, ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο Νίκος Σβορώνος. Θα μπορούσε δηλαδή να παρατηρηθεί ότι λόγω της επιβολής του παπαρρηγοπούλειου σχήματος ως κανονιστικού πλαισίου του ιστορικού αυτοπροσδιορισμού της ελληνικής κοινωνίας συντελέστηκε στην ελληνική παιδεία και ιδεολογία μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα από συγκριτικής σκοπιάς αλληλοπεριχώρηση εθνικισμού και  μαρξισμού ή ακριβέστερα εθνικισμού και αριστερής ιδεολογίας, που θα εξέπληττε ίσως αρκετούς ξένους μελετητές των αντίστοιχων ιδεολογικών ρευμάτων[4].

 

Η ταύτιση, λοιπόν, των αντιλήψεων των διανοουμένων της Αριστεράς, του φιλελεύθερου «Κέντρου» και της Δεξιάς, ως προς το ζήτημα της διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους, είναι, για τον Π. Κ., συνέπεια της «επιβολής του παπαρρηγοπούλειου σχήματος ως κανονιστικού πλαισίου του ιστορικού αυτοπροσδιορισμού της ελληνικής κοινωνίας» και δεν οφείλεται στην προφανή αντιστοιχία αυτών των απόψεων με την ιστορική πραγματικότητα που, παρά τις αγεφύρωτες σε άλλα θέματα αντιθέσεις, υποχρέωσε όλους αυτούς τους διανοητές να συμφωνήσουν. Αυτή η αξιωματική τοποθέτηση εμπεριέχει δύο παραδοχές: πρώτον, ότι η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και, γιατί όχι, η ίδια η εθνική ταυτότητα είναι παράγωγη των «αφηγήσεων» των διανοουμένων περί έθνους, και, κατά δεύτερο λόγο, πως η κυρίαρχη αντίληψη για τη συνέχεια του ελληνικού έθνους και την ανάδυση του νεώτερου ελληνισμού στην ύστερη βυζαντινή εποχή είναι λανθασμένη.

 

Ο συγγραφέας εκφράζει την «απορία» του για την αλληλοπεριχώρηση «εθνικισμού» και μαρξισμού στην Ελλάδα· όμως η στοιχειωδέστερη επαφή με την ιστορία του 20ού αι. θα κατεδείκνυε πως ο μαρξισμός στον αποικιακό και ημιαποικιακό χώρο -ή στις χώρες που αντιμετωπίζουν εθνικό ζήτημα, όπως συνέβη για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής-, διετύπωσε τη θεωρία των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων, επιχειρώντας να συνδυάσει την κοινωνική με την εθνική διάσταση. Ο Π. Κιτρομηλίδης, παρότι κατάγεται από την Κύπρο, που για αιώνες, έως σήμερα, βιώνει την αποικιακή βία, μοιάζει να διαπορεί για μια «αλληλοπεριχώρηση», η οποία «θα εξέπληττε ίσως αρκετούς ξένους μελετητές των αντίστοιχων ιδεολογικών ρευμάτων». Τωόντι. Συνεχίζουμε ως προς τους στόχους της «νέας ιστορίας»:

 

Για να προσπελαστεί το υποθετικό ερώτημα εν σχέσει με το πώς θα μπο­ρούσε να συντελεστεί στην ελληνική ιστοριογραφία μια σοβαρή διαφοροποίηση από την κληρονομιά του Παπαρρηγόπουλου, πώς δηλαδή θα μπορούσε να βρεθεί μια νέα αφετηρία ιστορικού προβληματισμού που θα οδηγούσε πέρα από τη βαριά σκιά του έργου του, θα έπρεπε να τεθεί σε νέες βάσεις η θεώρηση της ιδέας του ελληνικού έθνους. Θα έπρεπε δηλαδή να μεταβληθούν τα δεδομένα σε ζητούμενα, με αντικείμενο την ανάδειξη της ιστορικότητας της ελληνικής εθνικής κοινότητας[5].

 

Οι διθύραμβοι για τη σημασία του έργου του Παπαρρηγόπουλου αποδεικνύονται κυριολεκτικώς «έπεα πτερόεντα». Διότι η «διαφοροποίηση» -δηλαδή η ουσιαστική του κατεδάφιση- από το έργο του, θα προϋπέθετε «να μεταβληθούν τα δεδομένα σε ζητούμενα»! Δηλαδή, το έργο του Παπαρρηγόπουλου, του Βακαλόπουλου ( το οποίο επίσης χαρακτηρίζει «μνημειώδες»[6] ο Κιτρομηλίδης), ή οι δεκαέξι τόμοι της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (1970-2000) της «Εκδοτικής Αθηνών», «το σημαντικότερο ιστοριογραφικό εγχείρημα στην Ελλάδα κατά τον εικοστό αιώνα»[7], το έργο του Κουκουλέ, του Κρουμπάχερ, του Ζακυθηνού, του Βέη, του Σβορώνου, δεν υποστηρίζουν τη συνέχεια του ελληνισμού επειδή σε αυτή κατέληξαν διερευνώντας την Ιστορία, αλλά εκκινώντας από «ιδεολογικές παραδοχές». Αντίθετα δε, οι μόνοι που «θητεύουν στην υπηρεσία της επιστήμης»[8] είναι οι συγγραφείς τομιδίων και λιβέλων που δεν αναφέρονται στα ίδια τα ιστορικά γεγονότα, αλλά στις ιδεολογικές καταβολές αυτών που τα μελέτησαν!

 

Η ανάλυση των ιδεολογικών προϋποθέσεων και των νοοτροπιών που διαμόρφωσαν το περιρρέον κλίμα υπό το οποίο έδρασαν ιστορικοί, διανοούμενοι και πολιτικοί, προφανώς έχει νόημα και ιστορικό ενδιαφέρον. Έτσι, η υπογράμμιση των συντεταγμένων της ιδεολογίας του Παπαρρηγόπουλου, με βάση τη συγκυρία, την κοινωνική του προέλευση, την προσωπική του διαδρομή και άλλα, είναι απαραίτητη, διότι όλα αυτά αντανακλώνται και διηθούνται στο έργο του. Όμως η ύπαρξη ή όχι της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού δεν θα κριθεί από τις ταξικές προκαταλήψεις του ιστορικού, αλλά από το κατά πόσον αυτή αναδεικνύεται από τη μελέτη της Ιστορίας, όχι πλέον ενός αλλά εκατοντάδων ιστορικών, Ελλήνων και ξένων. Κατά τον ίδιο τρόπο που οι άνθρωποι, παρά τις αντιθέσεις τους, κατορθώνουν να συμφωνήσουν γύρω από ένα σύνολο παραδοχών, που επιτρέπουν τη συγκρότηση της κοινωνίας, το ίδιο ισχύει και με την Ιστορία. Η Επανάσταση του ’21 εστράφη κατά των Οθωμανών με αίτημα την απελευθέρωση των Ελλήνων. Υπάρχουν ποικίλες ερμηνείες και επί μέρους φωτισμοί σε κάθε ιστορική εποχή, αναδεικνύοντας διαφορετικές όψεις του ιστορικού φαινομένου, ωστόσο το ίδιο δεν αμφισβητείται στις βασικές του προκείμενες.

 

Κατά τον ίδιο τρόπο -διότι έχουν επισωρευτεί αναρίθμητα στοιχεία από όλα τα πιθανά ερευνητικά πεδία- κανένας σοβαρός επιστήμονας δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως ο νεώτερος ελληνισμός αρχίζει να διαμορφώνεται μετά τον 11ο αιώνα και πως το ύστερο βυζαντινό κράτος αποτελεί την πρώτη κρατική έκφρασή του. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αποικιακή σχέση μεταξύ Λατίνων και Βυζαντινών. Μπορεί να δώσει διαφορετικές ερμηνείες σε όλα αυτά και να επισημάνει πως ο ένας ή ο άλλος ιστορικός τονίζει ορισμένα στοιχεία ενώ υποβαθμίζει άλλα. Αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί τα ίδια τα γεγονότα. Και όμως, για τον Σπύρο Καράβα, εισηγητή στο ίδιο Συνέδριο, «ο Παπαρρηγόπουλος αγωνιά για το έθνος του, για το έθνος κράτος που οραματίστηκε και ο ίδιος το προίκισε με τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορικού βίου»[9]. Ο εισηγητής δεν επιθυμεί να αποδείξει εάν είναι εσφαλμένη ή όχι η αντίληψη της «συνέχειας», αλλά θεωρεί δεδομένο τον «εθνικιστικό» της χαρακτήρα – και πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβαίνει, αφού υποστηρίζει τη… συνέχεια του ελληνισμού! Ένας άλλος εισηγητής, ο Γιάννης Κουμπουρλής, θα υπενθυμίσει πως ο Παπαρρηγόπουλος υπήρξε μέλος, «με την ιδιότητα του προέδρου, στην παρακρατική-παραστρατιωτική οργάνωση «Εθνική Άμυνα» όσο και στο ημιεπίσημο όργανο της ελληνικής πολιτιστικής προπαγάνδας, το «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων»»[10]. Μια και ο Παπαρρηγόπουλος ήταν «παρακρατικός», δηλαδή επεδίωκε την απελευθέρωση του αλύτρωτου ελληνισμού, και συμμετείχε σε «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» (sic), τι χρείαν έχουμε να αποδείξουμε πως η αντίληψή του για το ελληνικό έθνος ήταν σφαλερή;

 

Προφανώς, και η σχετική εισήγηση του καθηγητή Αντώνη Λιάκου στο ίδιο Συνέδριο δεν μπορούσε παρά να αφορά «Το ζήτημα της «συνέχειας» στην ελληνική ιστοριογραφία». Για να καταδείξει την κυριαρχία της αντίληψης της «συνέχειας» σε όλο το φάσμα των Ελλήνων ιστορικών και διανοητών, αναφέρεται και στον Κ.Θ. Δημαρά:

 

Το δεύτερο ανήκει στον Κ. Θ. Δημαρά (1904-1992). Η τελευταία φράση της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (η οποία έγινε ανάρπαστη όταν εκδόθηκε το 1948-49) είναι: «Η Ελλάδα, έννοια απόλυτη, όχι στατική, χαρακτηρίζεται από την αδιάκοπη ανανέωση μιας προαιώνιας παράδοσης». Στον πρόλογο του ίδιου έργου ο Δημαράς μιλά για «ελληνική φυλή» που έχει σταθερά χαρακτηριστικά, από τον καιρό του Αριστοτέλη. Αν μείνουμε στη στάθμη των δηλώσεων αυτών, καθόλου δεν φαίνεται να μετακινήθηκε η ελληνική διανόηση από τον καιρό του Παπαρρηγόπουλου και του Λάμπρου[11].

 

Μετά τον Παπαρρηγόπουλο, λοιπόν, ακολουθεί ο θεωρούμενος ως θεμελιωτής της αντίληψης περί ελληνικού Διαφωτισμού, και των ανάλογων σπουδών, ο Κ.Θ. Δημαράς -στον οποίο, εξ άλλου, θήτευσαν πολλοί από εκείνους που εν συνεχεία απέρριψαν την ουσία του έργου του. Ο Α. Λιάκος θα μπορούσε να αναφέρει επίσης την απόφανση του Δημαρά πως «μετά το 1261 μπορούμε να πούμε ότι Βυζάντιο και Ελλάδα συμπίπτουν»[12]. Πολύ επιβλαβέστερη δε, για τον Α. Λιάκο, υπήρξε δε η επίδραση των λογοτεχνών και καλλιτεχνών οι οποίοι «αισθητικοποίησαν» τις εθνικές «συνέχειες»:

 

Η πρώτη εκφράζεται με τα δοκίμια του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971) (για τον Ερωτόκριτο, τον Μακρυγιάννη και τον Κάλβο), του Οδυσσέα Ελύτη (1911-1996) (Θεόφιλος, Ανοιχτά Χαρτιά) κ.ά. της «γενιάς του ’30», τα οποία οδήγησαν σε μια επεξεργασία της έννοιας του ελληνισμού, διαφοροποιημένη από τις προηγούμενες χρήσεις της, η οποία εμπεριείχε μια αισθητικοποίηση των συνεχειών. Στα δοκίμια δηλαδή αυτά, οι ιστορικές συνέχειες δεν βρίσκονταν τόσο σε διαδοχική σχέση όσο σε συγχρονική, αποτυπωμένες στον κώδικα της γλώσσας, στην ποιότητα της λογοτεχνίας, της τέχνης, της αίσθησης[13].

 

Το μεγαλύτερο, λοιπόν, σκάνδαλο είναι η αποτύπωση της «συνέχειας» σε μια λογοτεχνική και καλλιτεχνική παραγωγή που αναζητά τα διαχρονικά στοιχεία της ρωμιοσύνης. Ο δε όρος «αισθητικοποίηση» των συνεχειών δεν είναι τόσο αθώος όσο φαίνεται αρχικά· για όσους γνωρίζουν τις διαμάχες γύρω από τη σύγχρονη ιστορία των ιδεών, μία από τις σοβαρότερες επικρίσεις ενάντια στον ναζισμό ήταν το ότι «αισθητικοποιούσε» την πολιτική. Κατά συνέπεια, η αναφορά του Α. Λ. συνδέεται γενετικά με εκείνες τις απόψεις (Καγιαλής[14], Γαβριηλίδης[15], κ.λπ.)  που επιχειρούν να χαρακτηρίσουν «φασίστες» ή «εθνικιστές» τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο ή τον… Θεοδωράκη[16]. Και για να μη μένει καμία αμφιβολία:

 

Η ανάδειξη της Αντιγόνης ως συμβόλου αντίστασης της Αριστεράς στον Κρέοντα του μετεμφυλιακού κράτους και η ταύτιση με τον Μακρυγιάννη στα απομνημονεύματα των αγωνιστών της Αντίστασης υπήρξαν οι αποτελεσματικότεροι τρόποι εγγραφής της Αριστεράς σ’ αυτό το ηγεμονικό σχήμα ιστορίας, μαζί βέβαια με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, τον μουσικό βυζαντινισμό του Μίκη Θεοδωράκη και τη θεωρία του Νίκου Σβορώνου ότι το αντιστασιακό πνεύμα αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο της ελληνικής συνέχειας. [ ] Η Αντιγόνη, από σύμβολο αντίστασης στην τυραννία, έγινε η πρωτότοκος που αντιστεκόταν[17].

 

Πώς όμως κατέστη δυνατή η «τομή» την οποία εκπροσωπεί η «νέα ιστορία»; Ποια είναι η γενεαλογία της; Δύο είναι οι πηγές της, μας πληροφορεί ο Α. Λ.: «Το ταξίδι θα αρχίσει αναπάντεχα από την Αμερική, το 1962», όταν ο… Ρόμιλυ Τζένκινς «αμφισβήτησε τη συνάφεια του Βυζαντίου με την ελληνική Αρχαιότητα» και θα συνεχιστεί με τον Σύριλ Μάνγκο, στο κείμενο του 1964, που προαναφέραμε, όπου έθετε «στο στόχαστρο τη σχέση του Νέου Ελληνισμού με το Βυζάντιο», υποστηρίζοντας πως «όχι συνέχεια αλλά ασυνέχεια υπάρχει ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη νεώτερη Ελλάδα»[18]. Καθόλου «αναπάντεχα», λοιπόν, δύο Βρετανοί βυζαντινολόγοι, που αντικρούστηκαν από δεκάδες αν όχι εκατοντάδες συναδέλφους τους, διακήρυξαν πως το Βυζάντιο δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία και τη νέα Ελλάδα. Αυτό, γράφει ο Α. Λ., υπήρξε το έναυσμα. Η δεύτερη, η «εσωτερική», αιτία υπήρξε το γεγονός πως ο Κ.Θ. Δημαράς, ανεπίγνωστα και παρά τις εμμονές του περί συνέχειας του ελληνισμού και τις φυλετικές αντιλήψεις του, διέπραξε το «σφάλμα» να εγκαινιάσει τις «νεοελληνικές σπουδές» ως επιστημονικό αντικείμενο διαχωρισμένο από τις βυζαντινές σπουδές.

 

Αλλά από τον Δημαρά και εξής οι νεοελληνικές σπουδές αυτονομούνται και δεν αποτελούν απλώς «μεταβυζαντινές σπουδές». Η αυτονόμηση αυτή είχε όμως δύο συνέπειες στην αναδιάταξη του ιστορικού χρόνου. [ ] Η δυναμική που εκλύθηκε από την τομή στα μέσα του 18ου αιώνα, έστω και αν δεν είχε συνειδητοποιηθεί πλήρως από τον Δημαρά όταν την επιχειρούσε, άνοιξε προς το πεδίο της αναφοράς στη δημιουργία εθνικής συνείδησης και προς τη σύνδεσή της με το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, δηλαδή προς τις αντίστοιχες διαδικασίες στη Δυτική Ευρώπη. Η τομή ανάμεσα σε μια περίοδο που η συνείδηση ήταν κυρίως θρησκευτική και σε μια που ήταν εθνική προκάλεσε μια γενικότερη αναθεώρηση του σχήματος εκείνου που ήθελε την εμφάνιση του νεο-ελληνισμού στον 13ο αιώνα, και επομένως έβλεπε εξαρχής στην ιστορία της Τουρκοκρατίας, αλλά και της Βενετοκρατίας, τα φανερώματα του εθνικο-απελευθερωτικού πνεύματος. Βασικοί υποστηρικτές αυτής της άποψης ήταν ο Απ. Βακαλόπουλος (1909-2000), αλλά και ο Μαν. Μανούσακας (1914-2003), ο Ιωάννης Χασιώτης και η πλειοψηφία σχεδόν των βυζαντινολόγων [Ζακυθηνός, Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, αλλά και Νίκος Σβορώνος (1911-1989)][19].

 

Ο Δημαράς συνέχισε να υποστηρίζει μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1992, τις αρχικές του διατυπώσεις, και η Ιστορία του τις περιλαμβάνει και σήμερα, παρά τις πολυάριθμες επανεκδόσεις και τις αναθεωρήσεις στις οποίες την είχε υποβάλει ο συγγραφέας, επομένως είχε μάλλον «πλήρη συνείδηση» για τους λόγους της «εμμονής» του. Οι «νεοελληνιστές» Βακαλόπουλος, Μανούσακας, Χασιώτης εμφορούνταν από τις ίδιες αντιλήψεις, – ομοίως και ο «νεοελληνιστής» Ν. Σβορώνος. Ωστόσο, η «πανουργία της Ιστορίας», δηλαδή η ισχύς των κρατικών και υπερεθνικών οργανισμών, που είχαν θέσει «στο στόχαστρο» την εθνική ακαμψία των υποτελών, μετέβαλε τους μαθητές των «εθνικιστών» νεοελληνιστών σε αντιπάλους των διδασκάλων τους! Οι «μαθητές» του Δημαρά και του Σβορώνου, μετά τη δεκαετία του 1990, στα πλαίσια του «μεταμοντερνισμού», εγκαταλείπουν πλέον κάθε επιστημονική αναφορά στα ίδια τα γεγονότα και εν τέλει στρέφονται και ενάντια στους «δασκάλους» τους. Ας δούμε πώς περιγράφει ο ίδιος ο Λιάκος την ανάπτυξη του «ρεύματος»:

 

Στη μεταπολιτευτική περίοδο, και κυρίως στη δεκαετία του 1980, οι τάσεις αυτονόμησης της νεοελληνικής ιστορίας παγιώθηκαν μαζί με τη νέα ιστορία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, που έφερε στη σκηνή τη μελέτη του 19ου αιώνα, αντικείμενο πλέον των σπουδών έγινε ο τρόπος και οι αρμοί της κατασκευής του σχήματος της ελληνικής ιστορίας. [ ] Οι συνέχειες ήταν πλέον ζήτημα μελέτης της νεοελληνικής ιδεολογίας[20].

 

Οι «συνέχειες» δεν αποτελούν πλέον αντικείμενο μελέτης της ιστορίας, διότι σε αυτό το πεδίο η παραγωγή της «νέας ιστορίας» αγγίζει τα όρια του αστεϊσμού, αλλά «ζήτημα μελέτης της νεοελληνικής ιδεολογίας»! Επομένως, όχι αντιπαράθεση με τον Παπαρρηγόπουλο, τον Δημαρά, τον Βακαλόπουλο ή τον Σβορώνο, ως προς τα ιστορικά γεγονότα επί των οποίων θεμελιώνουν το σχήμα της συνέχειας, αλλά κριτική της διαμόρφωσης της ιδεολογίας τους – «της νεοελληνικής ιδεολογίας». Η συνέχεια είναι αποκαλυπτική: Στο πλαίσιο του «ανανεωμένου εθνικισμού» της δεκαετίας του 1990, η «κοινότητα των ιστορικών βρέθηκε στην αντιπολίτευση και σε ένα αυξανόμενο χάσμα με το κοινό περί ιστορίας αίσθημα»[21]. Ποτέ άλλοτε δεν διατυπώθηκε με τέτοια ευκρίνεια -ή ίσως και κυνισμό- η παραδοχή ορισμένων μελών της διανόησης πως βρίσκονται σε ευθεία αντιπαράθεση με «το κοινό αίσθημα», το οποίο επιχειρούν συστηματικά να αλώσουν και να αλλοιώσουν. Ωστόσο, η «νέα ιστορία» ήταν ισχυρή, παρά την απομόνωσή της, διότι διέθετε συμμαχίες ή, με τους όρους του συγγραφέα, «εκλεκτικές συγγένειες»:

 

Στην ίδια δεκαετία οι ιστορικές σπουδές πέρασαν κάτω από έναν καινούριο αστερισμό εκλεκτικών συγγενειών. Η πρώτη είναι πολιτική και αφορά στη γενικότερη έμφαση στα πολιτισμικά δικαιώματα και στις μειονότητες εντός και εκτός συνόρων, στην έμφαση στην πολιτισμική ιστορία και στη δια-εθνική επικοινωνία. Η δεύτερη είναι επιστημολογική και αφορά στις εξελίξεις στην κοινωνική θεωρία, την εμπέδωση της έννοιας της «κατασκευής», την επιρροή της «γλωσσικής στροφής», τον αναστοχασμό των ιστορικών σπουδών, τη μαθητεία στις θεωρίες για την κατασκευή του έθνους, ή για το έθνος ως φαντασιακή κοινότητα. [ ] Η τρίτη είναι η επανεμφάνιση του ενδιαφέροντος για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη θέση της Τουρκοκρατίας μπήκε η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία, στη θέση της Βενετοκρατίας μπήκε η ελληνοβενετική Ανατολή. Η έμφαση στις πολιτισμικές προσμείξεις περιθωριοποίησε τις δομές εξουσίας. Κάτω από τον αστερισμό αυτό, οι αναφορές στη συνέχεια θεωρήθηκαν και αναλύθηκαν ως υπόθεση κατασκευής της εθνικής ιδεολογίας, ως ο καταστατικός μύθος της κατασκευής του έθνους. Δηλαδή ως η παρουσία και οι λειτουργίες του παρελθόντος στο παρόν [22].

 

Πρόκειται για μια συνολική και καθόλου ανεπίγνωστη αντίληψη-πρό­γραμμα: Ο πολιτικός όρος είναι η παγκοσμιοποίηση και η διάλυση των εθνικών ταυτοτήτων, με εφαλτήριο τα πολιτισμικά δικαιώματα και τις μειονότητες «εντός και εκτός των συνόρων», δηλαδή η σύγχρονη πολιτική του ιμπεριαλισμού που αρνείται την εθνική ανεξαρτησία των λαών. Η δεύτερη «εκλεκτική συγγένεια» είναι «επιστημολογική», τουτέστιν η «ιδεολογική επανάσταση» επί της οποίας ερείδεται το πολιτικό εγχείρημα της παγκοσμιοποίησης: Τάξεις, κοινωνίες και έθνη, προπαντός αυτά, αποτελούν «κατασκευές» και «φαντασιακές κοινότητες», τις οποίες μπορούν με άνεση να σχετικοποιήσουν τα… βομβαρδιστικά του ΝΑΤΟ. Και δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η τρίτη «εκλεκτική συγγένεια», με τον αναδυόμενο νεο-οθωμανισμό: «Στη θέση της Τουρκοκρατίας μπήκε η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία, στη θέση της Βενετοκρατίας η ελληνοβενετική Ανατολή». Προφανώς δε, σε ένα ευρύτερο πλανητικό πεδίο, όχι αγγλική αποικιοκρατία αλλά αφρικανο-αγγλική ταυτότητα, όχι αμερικανοκρατία αλλά η «Αυτοκρατορία» του Φουκουγιάμα και του… Τόνι Νέγκρι. Η λανθάνουσα γλώσσα του μεταμοντερνισμού συνεχίζει: «η έμφαση στις πολιτισμικές προσμίξεις περιθωριοποίησε τις δομές εξουσίας». Οι δομές εξουσίας περιθωριοποιούνται, όχι διότι ήταν εσφαλμένη η εμμονή σε αυτές, ούτε διότι, έστω, υποχωρούν έναντι των «πολιτισμικών προσμίξεων», αλλά διότι, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο Λιάκος, τις έβαλε σε δεύτερο πλάνο η «έμφαση» των «νέων ιστορικών» στις πολιτισμικές προσμίξεις. Το 1204 και το 1453 «υπεχώρησε» απέναντι στα «φραγκοχιώτικα» και τα ντολμαδάκια γιαλαντζί. Και ποιο στοιχείο συνέχει αυτή τη νέα αυτοκρατορική και παγκοσμιοποιητική ιδεολογία που θριαμβεύει με τη «νέα ιστορία» στην Ελλάδα; Μα, προφανώς, το ότι αναιρεί τη λογική της «συνέχειας», ως τον «καταστατικό μύθο της κατασκευής του έθνους». Το ελληνικό έθνος είναι μια «κατασκευή» και όχι βέβαια ένα υπαρκτό ιστορικό υποκείμενο. Γι’ αυτό πρέπει να πληγεί στην καταστατική του αρχή, την ιστορική του συνέχεια.

 

Στο ίδιο Συνέδριο, ευτυχώς, ακούστηκαν και ορισμένες φωνές που αντιπαρατέθηκαν σε αυτό τον κυρίαρχο λόγο. Ανάμεσά τους και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Χατζηνικολάου, που, παρ’ ότι είχε θητεύει και ο ίδιος στην «καταγγελία του εθνικισμού» -αναφερθήκαμε εξ άλλου στον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα των βυζαντινών καταβολών του Θεοτοκόπουλου-, απορρίπτει τη μεταβολή του αριστερού «αντιεθνικισμού» σε παγκοσμιοποιητικό ιδεολόγημα:

 

Το ερώτημα είναι: μπορεί η κριτική στον εθνικισμό να είναι αποτελεσματική και πώς; Σίγουρα όχι από τη θέση ότι τελικά όλα είναι υποκειμενικές κατασκευές, constructions, inventions των μελετητών του 19ου αιώνα ή δικές μας: αυτή είναι η νέα μόδα που μας ήρθε από την Αμερική και σαρώνει την Ευρώπη. [ ] Σίγουρα ο ρόλος της ιδεολογίας ήταν πάντοτε τεράστιος. Αλλά υπάρχει και η πραγματικότητα. Όχι μόνο η πραγματικότητα της ιδεολογίας αλλά και η άλλη: η φύση και η κοινωνία, οι θεσμοί και οι πληθυσμοί. Αυτά δεν είναι inventions κανενός, αλλά ιστορικά προϊόντα που διαμορφώνονται με την πάροδο αιώνων, μερικές φορές χιλιετηρίδων. Ο νέος αγνωστικισμός τείνει να μας πει ότι τίποτα δεν υπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από εμάς. Το ότι παρόμοιες απόψεις υποστηρίζουν και πρώην ή νυν αριστεροί είναι βέβαια μια θλιβερή διαπίστωση. Πρώτα γιατί είναι οδυνηρό να βλέπεις τους ανθρώπους να αλλάζουν ιδεολογίες σαν τα πουκάμισα, να τρέχουν πίσω από την εξουσία και να εγκαταλείπουν σαν τα ποντίκια ένα καράβι όταν νομίζουν πως βυθίζεται. Αλλά οδυνηρό επίσης, και βέβαια περισσότερο, είναι το να διαπιστώνει κανείς τη σταθερή πρόοδο που κάνει στον χώρο της επιστήμης και της ιδεολογίας η προπαγάνδα εκείνων οι οποίοι μεθοδεύουν την καθυπόταξή μας στο δικό τους σύστημα.  [ ]

 

Το μέτωπο κατά του εθνικισμού πάντως παραμένει ευάλωτο όσο ορισμένοι αντίπαλοί του συνεχίζουν να πιπιλίζουν την καραμέλα των «φαντασιακών κοινοτήτων» και αρνούνται να αναγνωρίσουν το βάρος της ιστορίας, τη διαμόρφωση πραγματικών κοινοτήτων στη διάρκεια του χρόνου.

 

Θα ήταν αυτοκτονία να κλείσουμε τα μάτια μπροστά στις πιέσεις που δεχόμαστε, τόσο εμείς όσο και το σύνολο της Ευρώπης και του κόσμου, από μια μεγάλη δύναμη, τον «αμερικανικό ιμπεριαλισμό», [ ] ο οποίος ως έναν από τους πρωταρχικούς στόχους του έχει να τσακίσει όλα τα σύνολα που θα μπορούσαν να προβάλουν αντίσταση στις βλέψεις του. Να τα αποσυνθέσει, για να μείνουν πια μόνον άτομα που θα περιορίζονται στο να καταναλώνουν. [ ]

 

Το πώς θα μπορέσουμε να δράσουμε αποτελεσματικά κατά του εθνικισμού όταν ορισμένοι από τους αντιπάλους του από τη μία πλευρά ασκούν οξύτατη κριτική στον ίδιο (με ενδιαφέρουσα εξαίρεση τον αμερικανικό και τον εβραϊκό εθνικισμό, οι οποίοι είναι στο απυρόβλητο), από την άλλη αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη των εθνικών κοινοτήτων, συμβάλλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο στην ανάπτυξη των εθνικιστικών κινημάτων, είναι, ένα ερώτημα στο οποίο δεν μπορεί να δοθεί εύκολα απάντη­ση[23].

 

Νομίζω πως ήδη επιμείναμε αρκετά σε ένα «ρεύμα» που έχει προσφέρει τόσο λίγα πράγματα στη μελέτη της ιστορίας. Επειδή όμως, δυστυχώς, έχει συμβάλει τα μάλα στη συσκότισή της, και κατά μία ηροστράτεια λογική, κυριαρχεί σήμερα στον ακαδημαϊκό χώρο, υποχρεωθήκαμε να καταδείξουμε μερικούς από τους μηχανισμούς με τους οποίους το αντιβυζαντινό ιδεολόγημα των Τζένκινς και Μάνγκο μεταφυτεύθηκε στη σύγχρονη Ελλάδα.

To παρόν αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα, 1204…

Δημοσιεύτηκε στο 62ο τεύχος (11-12/06-01/07) του Περιοδικού Άρδην.


 

[1] «Μύθος η συνέχεια 3.000 χρόνων ελληνικού «έθνους»». Συνέντευξη του Έρικ Χομπσμπάουμ στον Τάκη Μίχα, Ελευθεροτυπία, 27/3/1995. Βλ. την κριτική παρουσίαση των απόψεων του Χομπσμπάουμ και των Ελλήνων οπαδών του, στο Γ. Κοντογιώργης, Έθνος και εκσυγχρονιστική νεωτερικότητα: ο ελληνισμός ως έθνος κοσμοσύστημα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2006.

 

[2] Οι ανακοινώσεις του Συνεδρίου, που διεξήχθη στις 29/10 – 2/11/2002, σε δύο ογκώδεις τόμους του: Π. Κιτρομηλίδης – Τρ. Σκλαβενίτης (επιμ.), Ιστοριογραφία…, ό.π.

 

[3] Πασχάλης Κιτρομηλίδης, «Η ιδέα του έθνους και της εθνικής κοινότητας στην ελληνική ιστοριογραφία», στο Κιτρομηλίδης – Σκλαβενίτης, ό.π., σ. 39.

 

[4] Π. Κιτρομηλίδης, ό.π., σσ. 42-44.

 

[5] Π. Κιτρομηλίδης, ό.π., σ. 42.

 

[6] Π. Κιτρομηλίδης, ό.π., σ. 42.

 

[7] Π. Κιτρομηλίδης, ό.π., σ. 44.

 

[8] Π. Κιτρομηλίδης, ό.π., σ. 50.

 

[9] Σταύρος Καράβας, «Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος και οι εθνικές διεκδικήσεις», στο Κιτρομηλίδης – Σκλαβενίτης, ό.π., σ. 162.

 

[10] Γιάννης Κουμπουρλής, «Όταν οι ιστορικοί μιλούν για τον εαυτό τους: Ο ρόλος του εθνικού ιστορικού στους πρωτοπόρους της ελληνικής εθνικής σχολής», στο Κιτρομηλίδης – Σκλαβενίτης, ό.π., σ. 85.

 

[11] Αντ. Λιάκος, «Το ζήτημα της «συνέχειας» στην ελληνική ιστοριογραφία», στο Κιτρομηλίδης – Σκλαβενίτης, ό.π., σ. 59.

 

[12] Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία …, ό.π., σ. ια΄.

 

[13] Α. Λιάκος, ό.π., σ. 59.

 

[14] Τάκης Καγιαλής, «Μοντερνισμός και πρωτοπορία: Η πολιτική ταυτότητα του «ελληνικού υπερρεαλισμού»», Εντευκτήριο, τ. 39, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 75.

 

[15] Άκης Γαβριηλίδης, Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού, εκδ. Futura, Αθήνα 2006.

 

[16] Βλ. Δ. Γληνός, Γ. Σκληρός, Ίων Δραγούμης, εισαγωγή Γ. Καραμπελιάς, Η Αριστερά και το Ανατολικό Ζήτημα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998, σσ. 60-75.

 

[17] Α. Λιάκος, ό.π., σ. 60.

 

[18] Α. Λιάκος, ό.π., σ. 56.

 

[19] Α. Λιάκος, ό.π., σ. 61.

 

[20] Α. Λιάκος, ό.π., σ. 62.

 

[21] Α. Λιάκος, ό.π., σ. 62.

 

[22] Α. Λιάκος, ό.π., σ. 63.

 

[23] Νίκος Χατζηνικολάου, «Διαμορφώνοντας την πολιτιστική παράδοση: Ιστορικές τάσεις και ιδεολογίες», στο Κιτρομηλίδης – Σκλαβενίτης, ό.π., σσ. 391-393.

Sorry, the comment form is closed at this time.